Η δυσάρεστη οσμή και γεύση του νερού, που δυσκολεύουν τη οποιαδήποτε χρήση του στη καθημερινότητα μας, έχουν ως μόνη λύση τη χρήση κάποιου φίλτρου νερού.

Το σημαντικότερο ρόλο στην οσμή και τη γεύση καθορίζουν η προέλευση του νερού και οι ανθρώπινες επεμβάσεις στις μεθόδους επεξεργασίας και δικτύων μεταφοράς και διανομής του νερού. 

Η αγωγιμώτητα ( Conductivity ) δηλαδή το σύνολο των ιόντων του νερού (CATIONS-ANIONS) είναι ένας δείκτης για τη γεύση του νερού. Αν οι τιμές του είναι μικρές (<300 mg/L), η γεύση του νερού είναι καλή. Αν οι τιμές είναι μεγάλες, που υποδηλώνουν υφάλμυρα νερά το νερό έχει «γλυφή» γεύση. 

Καθοριστικό παράγοντα στη ποιότητα της γεύσης και οσμής του νερού παίζουν και οι μέθοδοι επεξεργασίας του. Για παράδειγμα η χρήση χλωρίου για απολύμανση δημιουργεί κατά την αντίδρασή του µε τα οργανικά συστατικά του νερού όπως οι χλωροφαινόλες, παράγωγες ενώσεις οι οποίες έχουν διάφορες οσμές.

Η παρουσία υδρόθειου (H2S) σε περιεκτικότητα >0,1 mg/L στο νερό, δημιουργεί δυσάρεστη οσμή (σαν κλούβιο αυγό). 

Η αποδόμηση φυτικών υπολειμμάτων και τα προϊόντα μεταβολισμού των μικροοργανισμών είναι επίσης αιτίες για πιθανή δημιουργία οσμής και γεύσης στα επιφανειακά κυρίως νερά. Η γεωσμίνη µε την οσμή μούχλας είναι προϊόν μεταβολισμού μυκήτων και αλγών. Τέλος, η παρουσία αμμωνίας, η οποία είναι δείκτης βιολογικής ρύπανσης, προσδίδει μια δυσάρεστη γεύση στο νερό.